- λακκοπρωκτία
- λακκοπρωκτία, ἡ (Α) [λακκόπρωκτος]1. το να έχει κάποιος ευρύ πρωκτό2. η παρά φύσιν συνουσία, κιναιδεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λακκοπρωκτίαν — λακκοπρωκτίᾱν , λακκοπρωκτία lewdness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)